ουρίζω

ουρίζω
(I)
οὐρίζω (Α)
ιων. τ. βλ. ορίζω.
————————
(II)
(Α οὐρίζω) [ούρος (II)]
πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο
αρχ.
1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ' ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ' ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.)
2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο («σαλεύουσαν κατ' ὀρθὸν οὔρισας», Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οὐρίζω — ὁρίζω divide pres subj act 1st sg (ionic) ὁρίζω divide pres ind act 1st sg (ionic) οὐρίζω pres subj act 1st sg οὐρίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζουζουνίζω — και ζουζουρίζω (για έντομα) παράγω τον γνωστό ήχο «ζζζ...», βουίζω, ζιζινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουζουνίζω < ζουζούνι ο τ. ζουζουρίζω < ζουζουνίζω κατά τα ρ. σε ουρίζω (πρβλ. νια ουρίζω, γουργ ουρίζω, κλαψ ουρίζω κ.τ.ό.)] …   Dictionary of Greek

  • μασουλίζω — και ματσουλίζω μασώ κάτι αργά, συνεχώς και για πολλή ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. τού μασ ώ με την κατάλ. ουλίζω / ουρίζω (πρβλ. βρέχω βραχ ουλίζω, αλέθω αλεθ ουρίζω), από όπου και ο μεταπλασμένος ενεστώτας μα σουλώ (πρβλ. σκορπίζω σκορπώ)] …   Dictionary of Greek

  • ραντουρίζω — και ραντουρώ, άω, Ν ραντίζω, πιτσιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντίζω κατά τα ρ. σε ουρίζω (πρβλ. κλαψ ουρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • οὐρίζει — ὁρίζω divide pres ind mp 2nd sg (ionic) ὁρίζω divide pres ind act 3rd sg (ionic) οὐρίζω pres ind mp 2nd sg οὐρίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρίζουσι — ὁρίζω divide pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὁρίζω divide pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) οὐρίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) οὐρίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρίσαι — ὁρίζω divide aor inf act (ionic) οὐρίσαῑ , ὁρίζω divide aor opt act 3rd sg (ionic) οὐρίζω aor inf act οὐρίσαῑ , οὐρίζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρισαν — ὁρίζω divide aor ind act 3rd pl (ionic) ὁρίζω divide aor ind act 3rd pl (ionic) οὐρίζω aor ind act 3rd pl οὐρίζω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρισας — ὁρίζω divide aor ind act 2nd sg (ionic) ὁρίζω divide aor ind act 2nd sg (ionic) οὐρίζω aor ind act 2nd sg οὐρίζω aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρισε — ὁρίζω divide aor ind act 3rd sg (ionic) ὁρίζω divide aor ind act 3rd sg (ionic) οὐρίζω aor ind act 3rd sg οὐρίζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”